τεχνουργίας

τεχνουργίας
τεχνουργίᾱς , τεχνουργία
fem acc pl
τεχνουργίᾱς , τεχνουργία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυροτεχνουργία — πυροτεχνουργία, η και πυροτεχνική, η κλάδος της στρατιωτικής τεχνουργίας για την παρασκευή και συντήρηση εκρηκτικών υλών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”